ολόγερος

ολόγερος
-η, -ο
1. (για πράγματα), ο ακέριος, ο ολόκληρος, ο χωρίς βλάβη.
2. (για πρόσωπα), ο ολότελα υγιής, ο υγιέστατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολόγερος — η, ο 1. (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε απολύτως καλή κατάσταση, αυτός που δεν υπέστη βλάβη ή φθορά, ακέραιος 2. (για πρόσ.) τελείως υγιής. επίρρ... ολόγερα σε απολύτως καλή κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • σιδεροκέφαλος — η, ο (συνήθως σε ευχή), ολόγερος, εντελώς υγιής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”